Βγείτε έξω μετά από μία καταιγίδα και αμέσως θα νιώσετε τη γλυκιά και ευχάριστη μυρωδιά της φρέσκιας βροχής. Αν παρατηρήσατε αυτό το μυστηριώδες άρωμα και αναρωτηθήκατε πως προκύπτει, δεν είστε οι μόνοι.
Το 1964, δύο Αυστραλοί επιστήμονες (Isabel Joy Bear και R. G. Thomas) ξεκίνησαν να μελετούν τη μυρωδιά της βροχής, και δημοσίευσαν ένα άρθρο στο περιοδικό Nature, με τίτλο "Nature of argillaceous odor". Για να εξηγήσουν το φαινόμενο, επινόησαν και χρησιμοποίησαν τον όρο Petrichor Αυτή η λέξη έχει τις ρίζες της σε δυο αρχαιοελληνικές λέξεις: πέτρα και ιχώρ (το αίμα των θεών, στον αρχαίο μύθο).
Σε αυτή την έρευνα και τη μετέπειτα μελέτη , διαπίστωσαν ότι μία από τις κύριες αιτίες αυτής της μυρωδιάς είναι ένα μίγμα από έλαια που εκκρίνονται από ορισμένα φυτά κατά τη διάρκεια των ξηρών περιόδων. Όταν μια καταιγίδα συμβαίνει μετά την ξηρασία, συστατικά από τα έλαια -που συσσωρεύονται την πάροδο του χρόνου στα ξηρά πετρώματα και στο έδαφος- αναμιγνύονται και απελευθερώνονται στον αέρα. Επιπλέον, οι δύο επιστήμονες παρατήρησαν ότι τα έλαια επιβραδύνουν την βλάστηση των σπόρων, και υπέθεσαν ότι τα φυτά μπορεί να τα παράγουν για να περιορίσουν τον ανταγωνισμό για τις λιγοστές πηγές νερού κατά τη διάρκεια περιόδων ξηρασίας.
Αυτά τα αερομεταφερόμενα έλαια συνδυάζονται με άλλες ενώσεις για την παραγωγή της μυρωδιάς. Ιδίως σε δασώδεις περιοχές με εκτενή βλάστηση, παράγεται η ουσία με το όνομα γεωσμίνη (geosmin) από βακτήρια που ζουν στο χώμα και είναι γνωστά ως ακτινομύκητες,. Τα βακτήρια εκκρίνουν την ουσία όταν παράγουν τους σπόρους, και η δύναμη της προσγείωσης της βροχής στο έδαφος στέλνει αυτά τους σπόρους επάνω στην ατμόσφαιρα, και ο υγρός αέρας μεταφέρει τη ουσία στις μύτες μας.
Επειδή αυτά τα βακτήρια αναπτύσσονται σε υγρές συνθήκες και παράγουν τους σπόρους κατά τη διάρκεια της ξηρασίας, η μυρωδιά της γεωσμίνης είναι συχνά πιο έντονη όταν βρέχει για πρώτη φορά μετά από καιρό, εξαιτίας της μεγαλύτερης συγκέντρωσης σπόρων στο έδαφος. Οι μελέτες έχουν αποκαλύψει ότι η ανθρώπινη μύτη είναι εξαιρετικά ευαίσθητη στη γεωσμίνη. Μερικοί άνθρωποι μπορούν να την ανιχνεύσουν ακόμα και σε πάρα πολύ μικρές συγκεντρώσεις.
Το όζον- Ο3, το μόριο που αποτελείται από τρία άτομα οξυγόνου- παίζει επίσης ένα ρόλο στην οσμή, ειδικά μετά από καταιγίδες. Το ηλεκτρικό φορτίο ενός κεραυνού μπορεί να διαχωρίσει τα μόρια του οξυγόνου και του αζώτου στην ατμόσφαιρα, και συχνά μετασχηματίζονται σε μονοξείδιο του αζώτου (ΝΟ), το οποίο στη συνέχεια αλληλεπιδρά με άλλες χημικές ουσίες στην ατμόσφαιρα για την παραγωγή του όζοντος. Μερικές φορές, πριν ξεσπάσει μια καταιγίδα μπορείτε να μυρίσετε το όζον στον αέρα (έχει μια έντονη μυρωδιά που θυμίζει χλώριο), γιατί μπορεί να μεταφερθεί από μεγάλες αποστάσεις.
Εκτός όμως από την χημική εξήγηση για τη μυρωδιά της βροχής, υπάρχει και το ερώτημα γιατί βρίσκουμε αυτή τη μυρωδιά τόσο ευχάριστη. Μερικοί επιστήμονες εικάζουν ότι είναι αποτέλεσμα της εξέλιξης.
Η ανθρωπολόγος Diana Young του Πανεπιστημίου του Queensland στην Αυστραλία, αναφέρει ότι υπάρχει κάτι που αποκαλεί “πολιτισμική συναισθησία”. Δηλαδή, οι άνθρωποι από τις απαρχές του είδους συνέδεσαν τη βροχή με το πράσινο χρώμα, δηλαδή συνδέουν τη βροχή με τη βλάστηση, με την ανθοφορία της φύσης και με την καρποφορία δένδρων και φυτών που τους θρέφουν. Έτσι, όσφρηση, όραση, ακοή,ένστικτο επιβίωσης, πείνα και άλλες αισθήσεις και ορμέμφυτα δημιουργούν στον εγκέφαλό μας ένα... χαρμάνι αισθητηριακών εμπειριών το οποίο μας ωθεί να αγαπάμε τη βροχή. Εάν αυτή η υπόθεση είναι σωστή, τότε την επόμενη φορά που θα απολαύσετε τη μυρωδιά της φρέσκιας βροχής, θεωρείστε το σαν ένα πολιτιστικό αποτύπωμα που προέρχεται από τους προγόνους σας.