10 Οκτ 2012

Το αλάτι: το «ψυγείο» της αρχαιότητας





Αλάτι (χλωριούχο νάτριο, NaCl )

Η αρχαία ελληνική λέξη «ο άλς» ( γεν. του άλατος) δεν πρέπει να συγχέεται με το « η άλς», γεν. της αλός (: η θάλασσα), αν και αυτές οι δύο λέξεις ανήκουν στην ίδια οικογένεια. Από το θέμα αλ. παρήχθησαν οι λέξεις: θάλασσα, αλιεύς, Άλιμος, αλυκή, άλμη, αιγιαλός (> μεσ. : γιαλός), παραλία, Αγχίαλος, Αλόνησος και πολλές άλλες. Με την ίδια ρίζα πέρασε και στα λατ.: als, ιταλ. :sale, γαλλ. :sel, αγγλ.: salt, γερμ.:salz
Χωρίς το χλωριούχο νάτριο ο άνθρωπος δε θα μπορούσε να ζήσει. Το αλάτι μπορεί να είναι είτε ορυκτό, είτε θαλασσινό. Το θαλασσινό αντλείται, με εξάτμιση, από τις αλυκές.


Γνωστές στην αρχαιότητα ήταν οι αλυκές της Αναβύσου, της Βραυρώνας, των Μεγάρων. Σήμερα, λειτουργούν και στην Καλλονή, Πολυχνίτου (Λέσβος), Κίτρους ( Πιερίας), Μεσολόγγι, Λευκάδα, Μήλο.
Oι Έλληνες και οι Ρωμαίοι προσέφεραν το αλάτι στις θυσίες προς τους θεούς. Ήταν σύμβολο λεπτότητας, χάριτος και ευθυμίας (απ΄εδώ, ίσως, η μεταγενέστερη φράση της Κ. Διαθήκης : «υμείς έστε το άλας της γης»). Στην αρχαιότητα ήταν γνωστή και η φράση το «Αττικό άλας» ( για να δηλώνει το λεπτό και ευφυές Αττικό Πνεύμα)
Τα αλίπαστα (τα ταρίχη)

Το αλάτι, αν και δεν έχει αντισηπτικές ιδιότητες έχει, όμως, ασηπτικές και γι αυτό δεν επιτρέπει την ανάπτυξη μικροργανισμών. Έτσι, από την αρχαιότητα, το χρησιμοποιούσαν για τη συντήρηση των τροφίμων. Το αλάτι ήταν το «ψυγείο» της αρχαιότητας, τα αλίπαστα (ή τα ταρίχη) ήταν για τους αρχαίους τα «κατεψυγμένα» ψάρια της εποχής μας.
Οι Αρχαίοι Αθηναίοι υπερεκτιμούσαν τα αλίπαστα ψάρια, τα οποία εισήγαγαν από την Ισπανία, τη Σικελία, του Εύξεινου Ποντου. Ο Αιλιανός (XVIII, 32) περιγράφει τη μεταφορά των οξυρύγχων της Κασπίας: «με καμήλες μέχρι τον Εκβάντα ποταμό και απ΄ εκεί με πλοία μέχρι τα λιμάνια μας». Πάστωναν, κυρίως, τον τόννο, τον οξύρυγχο, την παλαμίδα, το σκόμβρο, τη ζύγαινα, τη σφυρίδα (κεστρεύς), τον κολιό κ.α.. Το να τρως αλίπαστα μεταξύ των εδεσμάτων ήταν δείγμα ευπορίας (τα ταρίχη καλής ποιότητας ήταν πανάκριβα, ο «τάριχος αντακαίος» ήταν κάτι αντίστοιχο με το σημερινό χαβιάρι (< ταριχαβγιάριον < ταριχος + αβγό) και προερχόταν από την επεξεργασία του αντακαίου, από τον Δούναβη ή τον Δνείπερο. Η Πυθιονίκη έγινε τραγούδι (ζηλόφθονο), στην αρχαία Αθήνα, γιατί είχε εραστές τους γιούς ενός ταριχοπώλη και τις έφερναν άφθονα ταρίχη.


Αντίθετα, ήταν φτηνά τα παστά δεύτερης διαλογής: «ο ημίνηρος ή ημιτάριχος», για τον οποίο χρησιμοποιούσαν τη μισή ποσότητα αλατιού. Φτηνός, επίσης, ήταν και «ο ακρόπαστος», (δηλαδή, ο πολύ ελαφρά αλατισμένος τάριχος). Ο φτωχός λαός έτρωγε τα«ουραία ταρίχη», δηλαδή το παστό από την ουρά του ψαριού. Στον Ξενοκράτη διαβάζουμε ότι έτρωγαν τα ταρίχη ωμά (συνήθως), αφού τα βουτούσαν στο γλυκό νερό και τα συνόδευαν με ρίγανη. Τα πιο νόστιμα αλίπαστα ήταν αυτά που προέρχονταν από νεαρά, άπαχα ψάρια: «τα ωραία ταρίχη». Αυτά τα τελευταία τα τηγάνιζαν, τους έριχναν διάφορα καρυκεύματα και τα «έσβηναν» με άσπρο κρασί. Οι πολλές ποικιλίες των ταρίχων φανερώνουν την εκτίμηση που έτρεφαν σ’ αυτά οι Αρχαίοι Έλληνες : «ο λεπιδωτός τάριχος» ( με τα λέπια), «ο τιλτός τάριχος»
(χωρίς λέπια), «ο ωμοτάριχος» (το μέρος του ψαριού γύρω από τον ώμο, το κεφάλι), «το υπογάστριον».


Κυρίως, όμως, φέρνουν κοντά μας έναν λαό γεμάτο ζωή και δημιουργικότητα, την αστείρευτη δύναμη του ανθρώπου για επιβίωση και δημιουργία, μια Ελλάδα ανθρώπινη (που γλεντάει και γεύεται όλα τα καλά του κόσμου και μάλιστα χωρίς   τις δικές μας τεχνολογικές ανέσεις), μια ζεστή ανάσα του παρελθόντος, διαφορετική από τον βαρύγδουπο Ακαδημαϊσμό των σχολείων μας, που οδήγησαν πολλές γενιές στα πιο βαθιά …χασμουρητά


Γιώργος Σωτ. Δαμιανός