Εισόδημα 400 ευρώ ανά στρέμμα εξασφαλίζει στους παραγωγούς η καλλιέργεια φυτών που περιέχουν χρωστικές ουσίες
Μεγάλη είναι η ζήτηση τα τελευταία χρόνια για «φυτικά» χρώματα. Για χρώματα, δηλαδή, που δεν είναι χημικά παράγωγα του πετρελαίου, αλλά προέρχονται από τη μεγάλη φυτική - χρωματική παλέτα της φύσης.
Η καλλιέργεια τέτοιων φυτών, όπως είναι ο κρόκος, η ασπερούλα, η ρεζεντά, που αφθονούν στην ελληνική φύση, μπορούν να αποτελέσουν μία εναλλακτική καλλιέργεια προς όφελος των παραγωγών, της εθνικής οικονομίας αλλά και του περιβάλλοντος. Το κόστος εγκατάστασης των φυτών αυτών είναι μικρό, της τάξης των 200-300 ευρώ το στρέμμα. Σε κάθε στρέμμα υπολογίζονται περίπου 4.000 φυτά, ενώ μπορούν να δίνουν καθαρό εισόδημα της τάξης των 300-400 ευρώ το στρέμμα ή και μεγαλύτερο της τάξης των 700 ευρώ το στρέμμα, εφόσον βέβαια αναπτυχθεί ο τομέας μεταποίησης των φυτών που παράγουν χρωστικές.
Στη χώρα μας υπάρχουν περισσότερα από 500 φυτά από τα οποία μπορούν να παραχθούν χρωστικές ουσίες, ενώ εξαιρετικά μεγάλη είναι η εμπειρία στη χρήση των φυτικών χρωμάτων, ιδίως στην υφαντική, από την αρχαιότητα. Τα γνήσια φυσικά χρώματα, που προέρχονται από διάφορα φυτά που περιέχουν χρωστικές ουσίες, είναι στην ουσία προϊόντα οικολογικά ή βιολογικά. Τα χρώματα αυτά παρασκευάζονται αποκλειστικά και μόνο από φυσικές ουσίες και δεν έχουν υποστεί κάποια σοβαρή χημική επέμβαση.
Οι ουσίες που χρησιμοποιούνται για την παραγωγή αυτών των χρωμάτων προέρχονται από φυτά αλλά και από ζωικά παράγωγα, όπως και από μερικές ορυκτές ύλες που δεν έχουν κάποια αρνητική επίπτωση στην υγεία των ανθρώπων.
Οι πρώτες ύλες τους μπορεί να είναι: ρητίνες, έλαια, φυτικά κεριά και μαστίχες, αιθέρια έλαια, φυτικές και ορυκτές χρωστικές, διάφοροι άργιλοι, όπως επίσης και κάποιες ουσίες ζωικής προέλευσης. Οι φυτικές χρωστικές ουσίες χρησιμοποιούνταν μέχρι το τέλος του 19ου αιώνα, όταν σταδιακά άρχισαν να αντικαθίστανται από τις συνθετικές χρωστικές.
Η καλλιέργεια, λοιπόν, βαφικών φυτών για παραγωγή φυτικών χρωμάτων μπορεί σήμερα να αποτελέσει μία νέα εναλλακτική καλλιέργεια. Οι φυτικές χρωστικές ουσίες μπορεί να χρησιμοποιούνται ως:
Τέτοια φυτά που μπορούν να καλλιεργηθούν και να αποτελέσουν τη βάση του κλάδου των βαφικών φυτών στην Ελλάδα είναι τα εξής:
ΠΟΙΑ ΕΙΝΑΙ ΤΑ ΦΥΤΑ ΠΟΥ ΔΙΝΟΥΝ ΧΡΩΣΤΙΚΕΣ ΟΥΣΙΕΣ
ΦΥΤΑ ΠΟΥ ΔΙΝΟΥΝ ΜΠΛΕ ΧΡΩΣΤΙΚΕΣ
Chrozophora tinctoria: Ετήσιο φυτό που φτάνει σε ύψος τα 10-40 εκατοστά. Η άνθιση είναι κατά την περίοδο Μαΐου - Νοεμβρίου. Αυτοφύεται σε μεσογειακές περιοχές. Οι καρποί του είναι τρίχωρες κάψουλες μοβ χρώματος. Οι κάψουλες περιέχουν σπόρους 4mm μαύρους. Από το φυτό αυτό παράγεται μία μπλε - ιώδης χρωστική ουσία, που χρησιμοποιήθηκε στον Μεσαίωνα για τη δημιουργία έγχρωμων χειρόγραφων. Σήμερα χρησιμοποιείται ως αντιδραστήριο στη χημεία και είναι γνωστό ως βάμμα του ηλιοτροπίου, επειδή έχει την ιδιότητα να αλλάζει χρώμα και να γίνεται κόκκινο όταν σε κάποια διάλυση υπάρχει ένα οξύ.
Παστέλ (Isatis tinctoria): Το φυτό αυτό είναι διετές και ανήκει στην οικογένεια των Brassicaceae. Στη Γαλλία παλαιότερα καλλιεργούνταν σε μεγάλες εκτάσεις για την παραγωγή μίας χρωστικής που λέγεται «παστέλ».
Το φυτό αυτό έχει ανάγκη από ένα έδαφος πλούσιο, που μπορεί να είναι αργιλώδες αλλά και ασβεστώδες. Το κλίμα που είναι καλύτερο είναι αυτό όπου ο χειμώνας είναι μαλακός και βροχερός, με θερμά καλοκαίρια. Στην περίπτωση που η καλλιέργεια του εντάσσεται σε τριετή αμειψισπορά, αποφεύγεται η εξάντληση των θρεπτικών στοιχείων του εδάφους. Η αμειψισπορά αυτή μπορεί να είναι: παστέλ - ακαλλιέργεια - σιτηρό - παστέλ.
Η σπορά του φυτού γίνεται στα τέλη του χειμώνα, με μία ποσότητα σπόρου 1,5 κιλό το στρέμμα. Το φύτρωμα γίνεται μετά 3 εβδομάδες.
Η χρωστική του παράγεται στα φύλλα του φυτού. Τα φύλλα του, που έχουν επίμηκες σχήμα, αποσπώνται εύκολα από τον βλαστό όταν φτάσουν σε ωριμότητα κατά το τέλος Ιουνίου.
Η συγκομιδή συνεχίζεται το διάστημα από τον Ιούλιο μέχρι τα μέσα Σεπτεμβρίου. Τα φύλλα στη συνέχεια τα αναμειγνύουν με νερό και τα πολτοποιούν δημιουργώντας μικρούς βόλους. Οι βόλοι αυτοί δέχονται μια ζύμωση κατά τη διάρκεια της αποξήρανσης, που διαρκεί έναν έως δύο μήνες. Στη συνέχεια, οι βόλοι κονιορτοποιούνται και αναμειγνύονται με ουρίνη για να προκληθεί μία οξείδωση και να δημιουργηθεί μία ζύμη που μετά την αποξήρανση παράγει μία χρωστική που περιέχει την «ιντικοτίνη».
Η χρωστική αυτή παρουσιάζει μεγάλη σταθερότητα.
Σήμερα, υπολογίζεται ότι από έναν τόνο φύλλων του παστέλ παράγονται 2 κιλά χρωστικής.
ΦΥΤΑ ΠΟΥ ΔΙΝΟΥΝ ΚΙΤΡΙΝΕΣ ΧΡΩΣΤΙΚΕΣ
Ρεζεντά (Reseda luteola): Είναι ένα ποώδες διετές φυτό της οικογένειας των Resedaceae, που φύεται στην Ευρώπη και κατάγεται από την περιοχή της Μεσογείου και τη Δυτική Ασία. Χαρακτηρίζεται από το γεγονός ότι ολόκληρο το φυτό περιέχει χρωστικές ουσίες. Το φυτό αυτό μπορεί να διατηρηθεί περισσότερα χρόνια και να φτάσει σε ύψος από 0,5-1,2 μέτρα. Ανθίζει την περίοδο Ιουνίου-Οκτωβρίου, η δε επικονίαση γίνεται με τα έντομα. Γίνεται συγκομιδή ολόκληρου του φυτού μαζί με τις ρίζες του κατά την περίοδο της άνθισης. Απαιτείται 1 κιλό φυτικής μάζας για το βάψιμο 1 κιλού μαλλιού.
Από τη στιγμή που τα χείλη των φύλλων αποκτήσουν ένα μπλε χρώμα, το φυτό είναι έτοιμο για συγκομιδή. Γίνεται κονιορτοποίηση των φύλλων και επεξεργασία για την παραγωγή της χρωστικής. Η ρεζεντά περιέχει ως κύρια χρωστική ουσία τη λουτεολίνη. Το χρώμα που παράγεται από τη ρεζεντά είναι ένα πολύ σταθερό κίτρινο χρώμα. Για την παραγωγή της χρωστικής χρησιμοποιούνται όλα τα εναέρια μέρη του φυτού.
Γενίστα ή βαφική (Genista tinctoria): Είναι ένας χαμηλός θάμνος που έχει ύψος 0,3-1 μέτρο. Αυτοφύεται σε λιβάδια και δάση της Ευρώπης και της Ασίας. Ο θάμνος αυτός έχει ένα ινώδες ρίζωμα, που έρπει στο έδαφος και το οποίο φέρει βλαστούς με φύλλα εναλλασσόμενα. Είναι φυλλοβόλος θάμνος. Ανθίζει Ιούνιο-Αύγουστο.
Περιέχει δύο αλκαλοειδή, την κυτισίνη και τη μεθυλκιστίνη, και ένα χρωστικό κίτρινο γλυκοσίδιο, τη λουτεολίνη. Είναι φαρμακευτικό (διουρητικό και καθαρτικό) και βαφικό φυτό.
Κρόκος (Crocus sativus): Ο κρόκος ανήκει στην οικογένεια των Iridaceae. Περιέχει 3 στίγματα που έχουν χρώμα ζωηρό πορτοκαλί. Τα στίγματα αποξηραίνονται και χρησιμοποιούνται στη μαγειρική ως άρτυμα. Είναι μία βολβώδης πολυετής πόα. Ανθίζει τον Σεπτέμβριο-Οκτώβριο.
Τα στίγματα του κρόκου όταν αποξηρανθούν περιέχουν ένα γλυκοσίδιο, την πικροκροκίνη, από το οποία προέρχεται η σαφρανάλη με τη χαρακτηριστική οσμή, και τη χρωστική την κροκίνη. Η κροκίνη είναι πολύ ισχυρή χρωστική ουσία, ώστε σε διάλυση 1 προς 100.000 το νερό παραμένει κίτρινο. Σήμερα ο κρόκος χρησιμοποιείται ως διορθωτικό της γεύσης αλλά και ως χρωστική των τροφίμων. Ο κρόκος καλλιεργείται στην περιοχή της Κοζάνης και αποτελεί ένα σημαντικό προϊόν της περιοχής.
Ο κρόκος πολλαπλασιάζεται με υπόγειους βλαστούς. Κατά τη διάρκεια της άνθισης ο κρόκος έχει ύψος περίπου 30 εκατοστά.
Καλλιεργείται σε εδάφη με άμεση έκθεση στον ήλιο. Η μέση παραγωγή στιγμάτων στην Ελλάδα φτάνει τα 0,4-0,7 κιλά το στρέμμα, ενώ στην Ιταλία φτάνει ακόμη και το 1-1,6 κιλά το στρέμμα. Η συγκομιδή των ανθέων πρέπει να είναι ταχεία, επειδή μετά την άνθισή τους το πρωί, μαραίνονται πολύ γρήγορα στη διάρκεια της ημέρας. Υπολογίζεται μία ποσότητα 150 λουλουδιών ότι απαιτείται για την παραγωγή 1 γραμμαρίου ξηρών στιγμάτων, ενώ απαιτείται 1 κιλό λουλουδιών για να παραχθούν 12 γραμμάρια ξηρά στίγματα. Οι τιμές χονδρικής του κρόκου στη διεθνή αγορά κυμαίνονται από 1.500-3.200 ευρώ το κιλό.
ΦΥΤΑ ΠΟΥ ΔΙΝΟΥΝ ΚΟΚΚΙΝΕΣ ΧΡΩΣΤΙΚΕΣ
Ασπερούλα ή εύοσμος (Galium odoratum): Φύεται σε ολόκληρη την Ευρώπη και την Ασία. Είναι πολύ διαδεδομένο σε δάση φυλλοβόλων και ιδίως οξιάς. Είναι ένα ποώδες πολυετές φυτό που φτάνει σε ύψος 20-30 εκατοστά. Ανθίζει την περίοδο Απριλίου-Ιουνίου. Είναι ένα φυτό που περιέχει ένα ασπερουλοσίδιο που έχει γλυκιά γεύση και τανίνες. Το νωπό φυτό χρησιμεύει στην παρασκευή ενός βάμματος που χρησιμοποιείται στην ομοιοπαθητική, ενώ από τις ρίζες του παίρνουμε μία κόκκινη χρωστική που χρησιμοποιείται στη βαφή του μαλλιού των προβάτων.Χρησιμοποιείται επίσης ως αρωματικό σε κέικ, γλυκά, κ.λπ.
Carthamus tin-ctorius: Είναι ένα φυτό χαμηλού ύψους, που φτάνει μέχρι τα 60 εκατοστά και το οποίο κατάγεται από την Αίγυπτο. Ο καρπός του είναι αχαίνιο και περιέχει έλαιο που χρησιμοποιείται στη μαγειρική ή την παρασκευή καλλυντικών για μασάζ αλλά και για τα μαλλιά. Ανθίζει από την άνοιξη μέχρι το καλοκαίρι για 20 ημέρες. Το άνθος έχει χρώμα σκούρο κίτρινο πορτοκαλί. Οι καρποί φέρουν ελαιούχους σπόρους.
Ο πολλαπλασιασμός του φυτού γίνεται με σπόρους την άνοιξη. Χρησιμοποιούνται συνήθως 1-6 κιλά ανά στρέμμα, την ίδια εποχή που σπέρνεται ο ηλίανθος. Το φύτρωμα διαρκεί 2-3 εβδομάδες. Προβλέπεται τα φυτά να απέχουν 10-15 εκατοστά.
Το φυτό μπορεί να ανεχθεί θερμοκρασίες μέχρι -14ο C. Πρέπει να καλλιεργείται σε περιοχές που δεν έχουν υπερβολική υγρασία για την αποφυγή σαπισμάτων. Ο βλαστικός του κύκλος διαρκεί 110-150 ημέρες από τη σπορά μέχρι τη συγκομιδή. Η συγκομιδή γίνεται τον Αύγουστο με Σεπτέμβριο.
Τριγωνέλλα (Trigonella foenum- graecum): Είναι φυτό που αυτοφύεται στη Νοτιοδυτική Ασία και τη Μέση Ανατολή. Εχει άνθη με χρώμα λευκοκίτρινο. Η τριγωνέλλα χρησιμοποιείται ως φυτό που παράγει ένα πολύ ωραίο κόκκινο χρώμα για το βάψιμο των νημάτων.Στη βιολογική γεωργία ως χλωρή λίπανση. Επίσης η τριγωνέλλα χρησιμεύει ως καρύκευμα. Σημαντικές είναι επίσης οι φαρμακευτικές της ιδιότητες αυτού του φυτού. Χρησιμοποιείται ως υπογλυκαιμικό φάρμακο, αλλά και ως φάρμακο εναντίον της χοληστερίνης. Επίσης, έχει ιδιότητες προστασίας του ήπατος αλλά και εναντίον της παχυσαρκίας. Εχει δείξει αντικαρκινικές ιδιότητες ιδίως του παχέος εντέρου, του στήθους και της χοληδόχου κύστης.
Rubia tinctorum: Είναι ένα πολυετές φυτό που καλλιεργείται για τις ρίζες του, από τις οποίες παίρνουμε μία κόκκινη χρωστική. Τα άνθη του είναι κιτρινωπά, που σχηματίζονται τον Ιούνιο-Ιούλιο. Ο καρπός του είναι σαρκώδης και μοιάζει με μπιζέλι, είναι δε μαύρου χρώματος. Οι ρίζες και τα ριζώματά του περιέχουν την αλιζαρίνη, που δίνει στα υφάσματα ένα ωραίο κόκκινο χρώμα. Επίσης, χρησιμοποιείται στα χρώματα της ζωγραφικής και ως φαρμακευτικό φυτό εναντίον της ουρικής λιθίασης.
Το φυτό αυτό θέλει εδάφη βαθιά, υγρά, με καλή στράγγιση. Η φύτευση των ριζωμάτων γίνεται τον Μάρτιο. Η συγκομιδή γίνεται τον Σεπτέμβριο, τρία χρόνια μετά τη φύτευση. Το ξερίζωμα των ριζωμάτων είναι επίπονη εργασία λόγω του βάθους που αναπτύσσονται. Η απόδοση είναι περίπου 300 κιλά το στρέμμα.
Εφη Καραγεώργου
http://www.agrotikabook.gr